- ἰοστεφάνους
- ἰοστέφανοςviolet-crownedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοστέφανος — η, ο (Α ἰοστέφανος, ον) τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ. γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.) αρχ. (ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος… … Dictionary of Greek